- προμαρτυρόμενον
- прежде свидетельствующий
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
προμαρτυρόμενον — προμαρτῡρόμενον , προμαρτύρομαι bear witness to beforehand pres part mp masc acc sg προμαρτῡρόμενον , προμαρτύρομαι bear witness to beforehand pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμαρτύρομαι — ΜΑ δηλώνω με μαρτυρία προηγουμένως («τὸ ἐν αὐτοῑς Πνεῡμα Χριστοῡ προμαρτυρόμενον τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα», ΚΔ.) μσν. διαμαρτύρομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαρτύρομαι «διαμαρτύρομαι»] … Dictionary of Greek